περιφρονώ

περιφρονώ
(ε) μετ. презирать (кого-что-л.), пренебрегать (кем-чем-л.), игнорировать (кого-что-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περιφρονώ" в других словарях:

  • περιφρονώ — περιφρονώ, περιφρόνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιφρονώ — έω, ΝΜΑ 1. καταφρονώ, θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο προσοχής ή ευτελούς αξίας 2. παραμελώ, αγνοώ («περιφρόνησα τον κίνδυνο») αρχ. εξετάζω, υπολογίζω με προσοχή …   Dictionary of Greek

  • περιφρονώ — περιφρόνησα, περιφρονήθηκα, περιφρονημένος, δείχνω έλλειψη σεβασμού ή εκτίμησης, θεωρώ κάποιον κατώτερο, φέρομαι με αδιαφορία προσβλητική προς κάποιον: Περιφρονεί κατά τρόπο απαράδεχτο τους φίλους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιφρονῶ — περιφρονέω compass in thought pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιφρονέω compass in thought pres ind act 1st sg (attic epic doric) περιφρονέω compass in thought pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιφρονέω compass in thought pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλοπεριφρονούμαι — ( έομαι) και περιφρονιέμαι περιφρονούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + περιφρονώ ( ούμαι και ιέμαι)] …   Dictionary of Greek

  • κατηλογώ — κατηλογῶ, έω (Α) αμελώ, περιφρονώ, καταφρονώ («κατηλόγησε τοῡτο ὡς ἐὸν ἄμαχόν τε καὶ ἀπότομον», Ηρόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλογῶ «αμελώ, περιφρονώ». Το η τού κατηλογῶ είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • παρεξουθενώ — έω, Α θεωρώ κάτι μηδαμινό και ασήμαντο, περιφρονώ σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξουθενῶ «περιφρονώ, εκμηδενίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …   Dictionary of Greek

  • αδοξώ — ἀδοξῶ ( έω) (Α) 1. έχω κακή φήμη, δεν μέ εκτιμούν 2. περιφρονώ, καταφρονώ, δεν εκτιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄδοξος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδόξημα] …   Dictionary of Greek

  • αθερίζω — ἀθερίζω (Α) δίνω μικρή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, αδιαφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε παράγεται από αρχ. τ. *ἄθερος, που θα συνδεόταν προς το αρχ. ινδ. adhara και θα σήμαινε όπως αυτό «τον μηδαμινό, ανάξιο λόγου», είτε συνδέεται προς… …   Dictionary of Greek

  • αθετώ — ( έω) (Α ἀθετῶ) θέτω κατά μέρος, παραμελώ, αγνοώ, παραβιάζω (συμφωνία, υπόσχεση ή όρκο) αρχ. 1. απορρίπτω, ακυρώνω, αρνούμαι κάτι 2. διαφωνώ 3. αδιαφορώ, περιφρονώ 4. επαναστατώ 5. γραμμ. απορρίπτω λέξη, χωρίο ή γραμματικό τύπο ως νόθο, οβελίζω.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»